Βιβλία που διάβασα το καλοκαίρι
Στις αρχές του φετινού καλοκαιριού διάβασα την μικρή ιστορία του Paul Gadenne «Φάλαινα», κάπου στα διαβάσματα μου είχα συναντήσει το όνομα αυτού του συγγραφέα και τον έψαξα. Όμως ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Μια σύντομη ιστορία μιας φάλαινας που έχει εξοκείλει στη στεριά και πεθαίνει: «Η θέα της μας εκτόξευε έξω από το χρόνο, έξω απ’ αυτή την παράλογη γη που μέσα στον πάταγο των εκρήξεων έμοιαζε να οδεύει ολοταχώς προς την τελευταία της περιπέτεια. Νομίζαμε πως αυτό που βλέπαμε ήταν απλώς ένα κήτος μισοχωμένο στην άμμο: ωστόσο αυτό που ατενίζαμε ήταν ένας νεκρός πλανήτης». Χρησιμοποιώντας τη φάλαινα σαν σύμβολο ο Gadenne μιλάει για τη ζωή.
Αργότερα όταν ήρθε ο μήνας των διακοπών και ένα οδικό ταξίδι στα βουνά και τις λίμνες της Ελλάδας, διάλεξα μεταξύ πολλών άλλων ένα βιβλίο του Steven Weinberg: «Σκέψεις με θεά τη λίμνη: ο κόσμος μας και το σύμπαν». Την αγάπη για το σύμπαν, τα άστρα και το διάστημα την κόλλησα από την πατέρα μου. Ήταν λάτρης του Stephen Hoggins και των ταινιών επιστημονικής φαντασίας. Χάρη σε εκείνον διάβασα Ισαάκ Ασίμωφ και έχω δει όλες τις ταινίες για το διάστημα και τους εξωγήινους μέχρι που ενηλικιώθηκα. Μας θυμάμαι αρκετά χρόνια μετά, σε ένα από τα λίγα ταξίδια που είχαμε κάνει οι δυο μας, ένα βράδυ Αυγούστου στη βεράντα στο νησί να κοιτάμε τον ουρανό και να έχουμε την αγαπημένη μας συζήτηση για το σύμπαν. Συζητούσαμε για τον αν το σύμπαν διαστέλλεται επιβραδυνόμενο ή επιταχυνόμενο.
Μου προκαλούσαν δέος οι γνώσεις του και η ικανότητά του να καταλαβαίνει τη θεωρία της σχετικότητας τι γίνεται με τα άστρα, που όπως μου εξηγούσε βλέπουμε το φως τους ενώ αυτά έχουν πια εξαφανιστεί, για τους λευκούς νάνους και τους κόκκινους γίγαντες, τις σουπερνόβα και τις μαύρες τρύπες. Έτσι όταν πια έφυγε εκείνος από τη ζωή συνέχισα δειλά δειλά τις αναγνώσεις στην αστροφυσική και την κοσμογονία. Ενώ είναι σαφές που δεν μπορώ να εξηγήσω σε κανέναν αυτά που διαβάζω, εκπλήσσομαι που συνεχίζω να γυρίζω τις σελίδες κατανοώντας την εκλαϊκευμένη γνώση της κοσμογονίας όπως την περιγράφει ο Weinberg, (ο οποίος σημειωτέων πέθανε πρόσφατα), ξαπλωμένη σε μια αιώρα σε ένα ορεινό χωριό των Πρεσπών.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον είχε για μένα το κεφάλαιο που αναφέρεται στην ομιλία που έδωσε στην τελετή αποφοίτησης των φοιτητών του Πανεπιστημίου Μακ Γκίλ τον Ιούνιο του 2003. Δίνει τέσσερις συμβουλές: 1) κανείς δεν γνωρίζει τα πάντα, ούτε είναι απαραίτητο να τα γνωρίζει. Πολύ ανακουφιστικό να το διαβάζω, έχοντας περάσει ατελείωτες ώρες προσπαθώντας να βρω τρόπο να μάθω όσα δεν ξέρω στο τομέα της ειδικότητας μου και τα οποία δυστυχώς είναι άπειρα, ώστε να μη νιώθω ανεπαρκής. 2) Η δεύτερη συμβουλή του είναι να επιδιώκετε το χάος – εκεί βρίσκετε όλη η δράση. Εκείνος βέβαια μιλάει για τους τομείς της έρευνας, όμως εγώ νιώθω πως μου απευθύνεται γνωρίζοντας πως σαν άνθρωπος παράγω γύρω μου ένα μικρό χάος, που πολλές φορές είναι δημιουργικό αν ωστόσο καταφέρω να μην με πνίξει. 3) Συγχωρήστε τον εαυτό σας για τον χαμένο χρόνο. Χρειάστηκε να διαβάσω δυο φορές αυτή την πρόταση. Ξαναγυρνώντας στον πατέρα μου, αναγνωρίζω πως η λέξη συγχώρεση δεν υπήρχε για εκείνον. Για αυτό προσπαθούσε σκληρά να μην κάνει λάθη, και όταν έκανε δεν άφηνε κανένα να του τα επισημάνει. Ήταν πολύ αυστηρός με τον εαυτό του και σιωπηλά απαιτούσε το ίδιο και από τους άλλους. Δεν σου έλεγε κάνε αυτό, αλλά το λίγο ήταν σαν να μην το έβλεπε, και η προσπάθεια ήταν ανάξια λόγου χωρίς το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Αν θέλετε να είστε δημιουργικοί συνεχίζει ο Weinberg, τότε θα πρέπει να συνηθίσετε το γεγονός ότι θα περνάτε τον περισσότερο χρόνο σας χωρίς να είστε δημιουργικοί, παραμένοντας ακίνητοι εν μέσω του ωκεανού των επιστημονικών γνώσεων. Ίσως είναι παρηγοριά στον άρρωστο, σε μένα που κάθε φορά αναρωτιέμαι αν τεμπελιάζω ή αν παίρνω το χρόνο μου για να αφομοιώσω τα πράγματα ώστε να είμαι σε δεύτερο χρόνο δημιουργική.
4) Η τελευταία συμβουλή που δίνει, ουσιαστικά προτρέπει τους τελειόφοιτους των επιστημών να ασχοληθούν με την ιστορία της επιστήμης. Ως επιστήμονες λέει, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα γίνεται πλούσιοι […] Ωστόσο, μπορείτε να αντλήσετε μεγάλη ικανοποίηση αναγνωρίζοντας ότι η εργασία σας στο πεδίο της επιστήμης αποτελεί μέρος της ιστορίας. Καθόλου μικρό κατόρθωμα, υπογραμμίζω εγώ, που έμαθα τη σημασία της προσπάθειας ανεξαρτήτου αποτελέσματος, με τον δύσκολο τρόπο.
Για μένα λοιπόν αυτό το βιβλίο με άγγιξε γιατί έτσι ένιωθα να συνδέομαι με την αγάπη του πατέρα μου για τον κόσμο των αστεριών και ας ξέρω πως δεν θα είναι δίπλα μου κανένα βράδυ να του πω με περηφάνια ότι διάβασα ότι τελικά το σύμπαν διαστέλλεται επιταχυνόμενο και πως οι γαλαξίες θα είναι ορατοί για τα επόμενα εκατό δισεκατομμύρια χρόνια. Ξέρω τεράστιο νούμερο αλλά το τρομακτικό δεν είναι στα πολλά χρόνια, αλλά στο πεπερασμένο του αριθμού. Βέβαια αυτό που δεν θα του έλεγα, είναι το πόσο με βοήθησαν οι συμβουλές για τη ζωή ενός αγνώστου, μιας και εκείνος δεν είχε καμία να μου δώσει όσο ζούσε.
Κάπως έτσι έκλεισε το ταξίδι μου στα βουνά της Ηπείρου, στις λίμνες και στο αχανές σύμπαν των αστεριών και των γαλαξιών. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, είπα να συνεχίσω με έναν Έλληνα συγγραφέα, τον Ηλία Μαγκλίνη και το βιβλίο του «Είμαι όσα έχω ξεχάσει», που αγοράστηκε στην φουρνιά των βιβλίων πριν φύγω για διακοπές, που όμως δεν είχε επιλεγεί για το ταξίδι. Δεν ξέρω γιατί το είχα διαλέξει, χωρίς να έχω ακούσει κάτι για τον τίτλο.
Αυτό το βιβλίο έπιασα να διαβάσω το μεσημέρι, και ο Μαγκλίνης κατάφερε να με κράτησε ξάγρυπνη έως τις 05:00πμ και ας είχα επιστρέψει την ίδια μέρα οδηγώντας για ώρες. Η ιστορία είναι αληθινή, αφορά τη μη σχέση του συγγραφέα με τον πατέρα του, το πως κατάφερνε να απουσιάζει εν τη παρουσία του, με το να είναι συναισθηματικά και πνευματικά αλλού. Αφορά τη δολοφονία του παππού του και πως οι μνήμες περνάνε και διαμέσου των γενεών χρωματίζουν αυτό που είμαστε, που σκεφτόμαστε και που νιώθουμε σήμερα, χρόνια πολλά μετά το θάνατο των συγγενών μας, κάπως όπως το φως των αστεριών φέγγει πολύ μετά την εξαφάνιση τους.
Αυτό βέβαια το ήξερα και πριν διαβάσω το βιβλίο, διδάσκοντας τα διαγενειακά μοτίβα των οικογενειών μας και τις επιρροές στη ζωή μας, αλλά το πως η ιστορία της Ελλάδας, με τους πολέμους, τους εμφυλίους, τις απώλειες και έδρασε καταλυτικά σε έναν σχεδόν συνομήλικο μου, δεν το ήξερα και δεν το είχα διαβάσει. Ο αδελφός του συγγραφέα είναι ερασιτέχνης αστρονόμος και το κείμενο βρίθει αναφορές: «Ένας αστέρας γεννιέται και πεθαίνει, της είπα, χαϊδεύοντας την απαλή κοιλιάς της τα πιο μεγάλα από αυτά τα άστρα όμως αφήνουν στη θέση που βρίσκονται ένα μυστηριώδες αποτύπωμα που προσιδιάζει σε μια άκρως αινιγματική, σκοτεινή χοάνη που ρουφάει τα πάντα, ακόμα και αυτό το φως: μια μαύρη τρύπα ή αλλιώς μια μέλαινα οπή».
Και επειδή όλα κάπως συνδέονται διαβάζω κάπου: «…θυμίζοντας μου τη Φάλαινα του Πολ Γκαντέν, την ιστορία μιας φάλαινας που εξόκειλε και πέθανε αχνίζοντας κάτω απ΄ τον καυτό ήλιο. ‘Ένα όνειρο εκτυφλωτικό μας έσπρωχνε, γράφει ο Γκαντέν, προς αυτή τη μονίμως ημιτελή κατασκευή που τη βλέπαμε να καταρρέει για μίαν ακόμα φορά αλλά που η αποτυχία της ελευθέρωνε μέσα μας μίαν έντονη επιθυμία μεγαλείου.’»
Ένα συγκινητικό βιβλίο για την προσπάθεια που κάναμε όλοι να συνδεθούμε με τους σιωπηλούς, απόντες, δύσκολους γονείς μας και μέσα από όσα δεν είπαν να καταλάβουμε τις ζωές τους και τελικά και τη δική μας.
(από το οπισθόφυλλο του βιβλίου). Όταν μιλάμε για τη ζωή του πατέρα μας, σε ποιο βαθμό μιλάμε για τη δική μας ζωή; Πάνω απ’ όλα, σε ποιο βαθμό μιλάμε για τη ζωή όλων των πατέρων του κόσμου, τη ζωή όλων των δυνητικών αναγνωστών μας; […] Έχει νόημα και λόγο ύπαρξης (το βιβλίο) μονάχα αν έχω κατά νου σε κάθε σελίδα ότι αυτή θα είναι μια αφήγηση που θα φορά τον κάθε άγνωστο, τον κάθε πατέρα και την κάθε μητέρα, τον κάθε γιο και την κάθε κόρη που δεν γνώρισα ποτέ.»
Εμένα ένιωσα να με αφορά.
Από όταν πέθανε ο μπαμπάς μου, με ανακούφιζε η σκέψη ότι ίσως βρίσκεται σε μια άλλη διάσταση, σε μια άλλη κατάσταση στο αχανές σύμπαν, ακούγοντας τους ήχους του, νιώθοντας (τι αστείο ρήμα για έναν πεθαμένο) την ενέργεια του κενού χώρου.
Ίσως σκέφτομαι να βρήκε επιτέλους όλες τις απαντήσεις που αναζητούσε, αφού όπως έχει πει και ο Σινόπουλος: «Είμαστε όλοι Αστρόσκονη».
TAGS: Βιβλία