Το σώμα στη θεραπεία του ψυχικού τραύματος: Μία παραμελημένη σχέση
Η Ψυχιατρική, από την εποχή του Freud μέχρι τις αρχές του 1990 βασιζόταν κυρίως στην λεκτική θεραπεία και στις θεωρίες των Freud, Jung, Lacan, Reich, Klein, καθώς και στις διάφορες μεθόδους που κατά καιρούς ανακάλυπταν εκείνη την εποχή [1]. Μία από αυτές, η ηλεκτροσπασμοθεραπεία ή αλλιώς ECT, εφαρμόζεται ακόμη μέχρι σήμερα [2]. Στις αρχές του 1990 με την ραγδαία εξέλιξη και επιτυχία των νέων ψυχιατρικών φαρμάκων στις Η.Π.Α. [3], η πεποίθηση ότι η ψυχική ασθένεια είναι αποτέλεσμα χημικής ανισορροπίας του εγκεφάλου, η οποία μπορεί να διορθωθεί με τα κατάλληλα φάρμακα, έγινε ευρέως αποδεχτή από τα ΜΜΕ, το κοινό και τον ιατρικό κόσμο (Jackson, 2005, σελ.2). Μαζί με αυτό ήρθε και η εξέλιξη της απεικονιστικής τεχνολογίας και για πρώτη φορά η ενεργοποίηση των διαφόρων κέντρων του εγκεφάλου καταγράφεται με τον Μαγνητικό Τομογράφο. Οι απεικονίσεις έδειξαν ποιά η βλάβη που προκαλείται στον εγκέφαλο από το ψυχικό τραύμα [4] (Van der Kolk, 2015, σελ. 21 και 39).
Μέχρι τότε υπήρχε σαν έννοια αλλά δεν είχε συνδεθεί με την ψυχική ασθένεια και, φυσικά, δεν υπήρχε αντίστοιχη βιβλιογραφία και έρευνα. Ώσπου, το 1980, οι ψυχαναλυτές Chaim Shatan και Robert J. Lifton έπεισαν την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία να δημιουργήσει μία νέα διάγνωση, τη Μετατραυματική Αγχώδη Διαταραχή (γνωστή ως PTSD) (van der Kolk, 2015, σελ. 19) [5]. Αυτό αποτέλεσε και το ορόσημο για μια νέα εκκίνηση ενδιαφέροντος να μελετηθεί το ψυχικό τραύμα σε όλα τα επίπεδα από διάφορους επαγγελματίες του τομέα της υγείας.
H εξέλιξη της προσέγγισης του ψυχικού τραύματος ακολούθησε μία πορεία άνω των 25 ετών (Fisher, 2014) μέχρι σήμερα. Ιστορικά, τα στάδια της εργασίας με το τραύμα, όπως τα αναφέρει η Fisher (2014), περιλαμβάνουν την ανάκτηση των ελλειπόντων κομματιών της αφήγησης της κακοποίησης, όσο αμυδρά κι αν είναι, και ενθάρρυνση των θυμάτων να αντιμετωπίσουν τους δράστες με “την αλήθεια τους” ή την εστίαση στην πρόσβαση του θυμού του θύματος προς τον δράστη ή όσους δεν βοήθησαν και κρατώντας τους υπόλογους μέσω της αντιπαράθεσης. Οι δύο αυτές αρχικές προσεγγίσεις είχαν συνήθως σαν αποτέλεσμα τον συνεχή επανατραυματισμό των ασθενών και τη μη ουσιαστική επούλωση (σελ. 2). Στη συνέχεια, η θεραπεία του τραύματος βασιζόταν στην καθυστέρηση της ανάκλησης των επίπονων τραυματικών αναμνήσεων μέχρι το άτομο να αισθανθεί ασφαλές και να ανακτήσει αρκετά την ικανότητά του για αυτορύθμιση, με βασική την ψυχο-εκπαίδευση του τραυματισμένου ατόμου για το τι ακριβώς του συμβαίνει και που οφείλεται η οδύνη του. Αυτή η σταθεροποίηση ήταν από μόνη της αποτελεσματική και ενδυνάμωνε το άτομο να ζήσει πιο ολοκληρωμένα τη ζωή του (σελ. 3-4). Αυτή η προσέγγιση ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο με την επανάσταση της Νευροεπιστήμης, η οποία απέρριψε την ιδέα ότι η τραυματική ανάμνηση είναι το κεντρικό θέμα στη θεραπεία του τραύματος (σελ. 5).
Το σπουδαιότερο εύρημα μέσω της χρήσης της τομογραφίας PET [6], που άλλαξε εντελώς την αντίληψη για το τι συμβαίνει στον εγκέφαλο, είναι ότι η δράση του έσω μετωπιαίου φλοιού, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη αφομοίωση, επεξεργασία και ενσωμάτωση της πληροφορίας, μειώνεται ιδιαιτέρως κατά την ανάκληση μιας τραυματικής ανάμνησης (van der Kolk, 2015). Για αυτό το λόγο, το τραυματισμένο άτομο είναι σχεδόν αδύνατον να περιγράψει με συνοχή και λόγια αυτό που νιώθει ή του έχει συμβεί (σελ. 43), χάνει την αίσθηση του χρόνου (σελ. 69-70) και μπορεί να αντιδράει υπερβολικά σε ένα φαινομενικά ασήμαντο γεγονός ή ερέθισμα (σελ. 63).
Η ψυχοθεραπεία, από την εποχή του Freud βασίστηκε στην παραδοχή ότι βάζοντας λόγια στα συναισθήματα κάποιου και στις επώδυνες εμπειρίες του παρελθόντος μπορούμε να απελευθερωθούμε από αυτές. Το ψυχικό τραύμα όμως δεν είναι ένα γεγονός που συνέβη στο παρελθόν. Είναι, ουσιαστικά, το ίχνος που έμεινε στο νου, τον εγκέφαλο και το σώμα. Επηρεάζει όχι μόνο τον τρόπο που σκεφτόμαστε αλλά και την ίδια την ικανότητά μας να σκεφτόμαστε (van der Kolk, 2015, σελ. 21), οπότε δουλεύοντας με το τραύμα είναι ανούσιο να βασιζόμαστε στις μειωμένες λειτουργίες του μετωπιαίου φλοιού, του επεξεργαστή του εγκεφάλου.
Ο Laurence Heller, ο οποίος ανέπτυξε μια συγκεκριμένη μέθοδο θεραπείας για το αναπτυξιακό τραύμα [7] υποστηρίζει ότι δεν επηρεάζει μόνο το σώμα και το νευρικό σύστημα αλλά και την αίσθηση του εαυτού και την ταυτότητά μας (2017). Ο Bessel van der Kolk (σελ. 91) αναφέρει ότι ο προμετωπιαίος φλοιός, ολόκληρη η έλικα του προσαγωγίου και το μεσολόβιο αφορούν στην αυτό-συνείδησή μας και ότι σε περιπτώσεις ψυχικού τραύματος, αυτές οι εγκεφαλικές περιοχές επίσης μειώνουν τη δραστηριότητά τους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν ότι οι άνθρωποι που έχουν υποστεί είτε σοκ-τραύμα, είτε χρόνια κακοποίηση (ψυχολογική/σωματική/σεξουαλική) στην παιδική ηλικία, είτε αναπτυξιακό τραύμα έχουν αισθητά μειωμένη αίσθηση του σωματικού εαυτού τους και της αυτο-συνείδησής τους, παρουσιάζουν δυσκολία να εκφραστούν λεκτικά και να περιγράψουν τα συναισθήματά τους και είναι, κατά την δική μου εμπειρία πολύ συχνά διαγνωσμένοι με άλλου είδους διαταραχές (π.χ. αγχώδη ή ψυχαναγκαστική διαταραχή, κατάθλιψη κλπ) και όχι PTSD (Μετατραυματική Αγχώδη Διαταραχή). Το θέμα της διάγνωσης, στην προκειμένη, είναι σημαντικό καθώς η διάκριση και επικέντρωση στην ανάγκη του ατόμου για τραυματοθεραπεία [8] -και όχι για συμβατική λεκτική ψυχανάλυση ή ψυχοθεραπεία ή αποκλειστικά φαρμακοθεραπεία φέρει πιο ουσιαστικά αποτελέσματα ασφαλή επεξεργασία του τραύματος και μειώνει τον κίνδυνο επανατραυματισμού του ατόμου από τους ίδιους τους γιατρούς ή θεραπευτές κατά την αφήγηση των τραυματικών γεγονότων, όταν παίρνουν το ιστορικό του ατόμου.
Στον δυτικό πολιτισμό βασιζόμαστε κυρίως στη δύναμη του αναλυτικού νου και έχουμε παραμελήσει κατά πολύ το σώμα και τη σοφία που αυτό εμπεριέχει για την σύνδεση ή την αποσύνδεση, την προστασία, την επίγνωση, την αντίληψη και την ρύθμιση μας. Ακόμη και σε σωματικά προσανατολισμένες προσεγγίσεις Ψυχοθεραπείας είναι πολύ συχνή η τάση για εκλογίκευση και υπερανάλυση που αγνοεί επί της ουσίας τις διεργασίες του σώματος, καθώς και οι ίδιοι οι θεραπευτές –όπως και οι θεραπευόμενοι μας- είμαστε ανθρώπινα, τραυματισμένα θηλαστικά όντα, με σίγουρο -αν μη τι άλλο- αναπτυξιακό τραύμα το οποίο μεταφέρεται διαγενεακά και είναι φυσικό να έχει βαλθεί η εν γένει ικανότητά μας για σύνδεση και αυτορύθμιση. Αυτό που ο Wilhelm Reich (1950) ονόμαζε «συγκινησιακή πανούκλα» είναι τόσο μα τόσο εμφανές στον τρόπο που αναπαράγουμε το ψυχικό τραύμα στο μεγάλωμα των νέων γενεών και είναι φυσικό να έχει αντίκτυπο σε όλους μας. Υποστήριζε ότι από μωρά έχουμε την έμφυτη ικανότητα να αυτορυθμιζόμαστε και μέσα σε αυτή την διαδικασία εκδηλώνεται και η ικανότητα να αισθανόμαστε τα όριά μας, να επανορθώνουμε όταν υπερβούμε τα όρια των άλλων, να αισθανόμαστε όλη την γκάμα των συναισθημάτων, χωρίς καθηλώσεις και θωρακίσεις στη φυσιολογία μας. Αυτή η φυσική ικανότητά μας κατακερματίζεται από το τραύμα και βρισκόμαστε να λειτουργούμε σε επαναλαμβανόμενους βρόχους μαθημένης εμπειρίας με συνέπεια τη χρόνια παραμέληση του σώματος και της σοφίας του, ακόμη και ως ενήμεροι επαγγελματίες θεραπευτές, εάν δεν μπορέσουμε να επεξεργαστούμε το δικό μας ψυχικό τραύμα πρωτίστως.
Πώς θα μπορέσει ένας επαγγελματίας ψυχικής υγείας να εργαστεί με ανθρώπους που είναι αποσχισμένοι από το σώμα τους όταν ο ίδιος είναι επίσης αποσχισμένος από το δικό του σώμα, δεν ξέρει να αναπνέει, δεν μπορεί να ρυθμίσει το δικό του νευρικό σύστημα και δεν ξέρει πώς και πού να το μάθει αυτό; Από πού μπορεί να αντλήσει κανείς ψυχική δύναμη -για να αντέξει την εργασία με το τραύμα των άλλων- όταν δεν έχει την ενσώματη επίγνωση των δικών του ορίων και πόρων δύναμης; Όταν, σαν φοιτήτρια Χοροθεραπείας, στην Αγγλία πριν 20 χρόνια, ρωτούσα τους επόπτες μου τι μπορώ να κάνω για τα τόσο έντονα σωματικά συμπτώματα της Αντιμεταβίβασης, η απάντηση, προς μεγάλη μου απογοήτευση φυσικά, ήταν, «εποπτεία». Η λεκτική ανάλυση στην εποπτεία όμως δεν μπορεί να ρυθμίσει μια νευρολογικά πυροδοτημένη αντίδραση μάχης-φυγής-παγώματος της θεραπεύτριας ή του θεραπευόμενου, ούτε να αποτρέψει τον πιθανό επανατραυματισμό και των δύο μέσα στη θεραπευτική σχέση. Το μόνο που μας έσωζε, σε ένα βαθμό, ήταν η συνεχής ενασχόληση με το δικό μας σώμα και η επαφή με αυτό μέσω της ιδιοδεκτικότητας και εσωδεκτικότητας. Από τότε με απασχολεί το ίδιο θέμα μιας και συνεχίζω να διερωτώμαι κατά πόσο τα εκπαιδευτικά προγράμματα Ψυχοθεραπείας μεριμνούν έτσι ώστε οι μελλοντικοί θεραπευτές/τριες να μην κινδυνεύουν από επανατραυματισμό αλλά και έμμεσο/δευτερογενή τραυματισμό, δικό τους αλλά και των θεραπευόμενων τους αργότερα. Επίσης διερωτώμαι για το εάν η λεκτική ψυχοθεραπεία που παρέχεται εδώ και δεκαετίες, και στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, είναι ικανή να προωθήσει την πλήρη επεξεργασία και επούλωση του ψυχικού τραύματος. Το μόνο που καταφέρνει μια λεκτικά-προσανατολισμένη θεραπεία είναι να τακτοποιήσει τα πράγματα με τη βοήθεια του αναλυτικού νου, να αυξήσει τα επίπεδα αυτογνωσίας και να αναπτύξει έναν εσωτερικό παρατηρητή (στις καλύτερες περιπτώσεις) αλλά χωρίς να μπορεί να αλλάξει τίποτα εις βάθος στην νευροφυσιολογία του ατόμου και να οδηγήσει το άτομο σε μια ολιστική αλλαγή. Για αυτό ακούμε για περιπτώσεις αναλυόμενων για πάνω από δεκαετία χωρίς κανένα εμφανές αποτέλεσμα ή αλλαγή στη ζωή τους.
Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο, σε αυτή την υπόθεση της πανανθρώπινης ανακύκλωσης της οδύνης, είναι ότι, μέσα από μία θέση εξουσίας υποστηρίζουμε πως επειδή έχουμε λάβει μία εκπαίδευση (ελλιπή κατά τη γνώμη μου) είμαστε και αυτονόητα συνδεδεμένοι με τον εαυτό μας. Το να προσπαθούμε να καθοδηγήσουμε άλλους να συνδεθούν με τον εαυτό τους και το σώμα τους και να ξανα-μάθουν να ρυθμίζουν το νευρικό τους σύστημα, ενώ δεν ξέρουμε να το κάνουμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας, είναι, αν όχι επικίνδυνο, τουλάχιστον οξύμωρο. Η δεοντολογία του επαγγέλματός μας, μας υποχρεώνει να είμαστε σε μια συνεχή εγρήγορση, επανεκπαίδευση και εποπτεία, παρόλα αυτά ακόμη και αυτά είναι ανεπαρκή καθώς έχουν την ίδια λεκτική, «ασώματη» βάση. Ο Bessel van der Kolk υποστηρίζει ότι η συμβατική λεκτική ψυχοθεραπεία είναι «ουσιαστικά άχρηστη» (σελ. 72) για τις περιπτώσεις που το άτομο πάσχει από αλλοτριοπροσωπία, γνωστό ως πάγωμα (freeze response). O Schore (2003b) υποστηρίζει ότι η ψυχανάλυση συγκεκριμένα, χρειάζεται να λάβει υπόψιν πιο σωματοκεντρικά μοντέλα και θεραπείες, καθώς οι γνωστικές διεργασίες του αριστερού ημισφαιρίου έχουν αποδειχθεί σχετικά αναποτελεσματικές.
Oι πιο σημαντικοί μελετητές και πρωτοπόροι στον τομέα της Τραυματοθεραπείας σήμερα -οι Bessel van der Kolk, Peter Levine, Babette Rothchild, Pat Ogden, Ronald Siegel, Laurence Heller, Francine Shapiro, David Grand, Lisa Schwarz, Ron Kurtz, Stephen J. Terrell και οι συνεργάτες τους συγκλίνουν στο ότι το ψυχικό τραύμα δεν είναι μια υπόθεση του αναλυτικού μέρους του εγκεφάλου (προμετωπιαίος φλοιός) αλλά των δυο αρχαιότερων (του λιμπικού και του στελέχους) που αφορούν στα συναισθήματα και στο ένστικτο επιβίωσης και επομένως το σώμα και τις φυσικές του διεργασίες και αποκρίσεις. Δεν είναι όλα τα μοντέλα ψυχοθεραπείας για όλους και σίγουρα η αυτογνωσία που προσφέρει μια μη σωματικά-προσανατολισμένη Ψυχοθεραπεία είναι δυνατόν να ωφελήσει κάποιους/ες σε κάποια φάση της ζωής τους. Όσον αφορά στο ψυχικό τραύμα όμως, ειδικά στις περιπτώσεις Μετατραυματικής Αγχώδους Διαταραχής, σύνθετου ψυχικού τραύματος, και ψυχοσωματικών και αυτοάνοσων παθήσεων, η σωστή διάγνωση οδηγεί στην σωστή επιλογή ή/και παραπομπή θεραπείας και σύμφωνα με τα δεδομένα και τη γνώση που έχουμε διαθέσιμα σήμερα απαιτείται η συμπερίληψη του σώματος σε νευροφυτικό, ενδοκρινικό και ανοσολογικό επίπεδο. Θεραπεία του ψυχικού τραύματος επέρχεται όταν ο αντίκτυπός του στο σώμα και το νευρικό σύστημα παύει να καθορίζει την καθημερινότητα του ατόμου, τον τρόπο που συμπεριφέρεται και σχετίζεται με τους άλλους. Όταν αγγίζεται πλήρως η σωματική μνήμη μέσω της βιωμένης αίσθησης χωρίς το άτομο να πυροδοτείται, χωρίς να προκαλείται κατακλυσμιαία δυσφορία.
Είναι πια απόλυτα κατανοητό, ότι ένα θεραπευτικό μοντέλο που περιλαμβάνει μόνο συζήτηση, χωρίς το σώμα και τις αυτόματες φυσικές αποκρίσεις του ως οργανισμός, είναι άτοπο και ελλιπές, καθώς ο μετωπιαίος φλοιός που διαθέτει τη λειτουργία της επεξεργασίας και κατανόησης των πληροφοριών «δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά» μόνος του. Αν ήταν έτσι, θα ήταν πολύ απλό να εξηγούσαμε λογικά σε κάποιον -αλλά και στον ίδιο μας το εαυτό- τι του συνέβη στο παρελθόν και εκείνος να μην ένιωθε φόβο, απελπισία ή πανικό ποτέ ξανά. Αν ήταν τόσο απλά τα πράγματα δεν θα υπήρξε στην ανθρωπότητα η περαιτέρω ανάγκη για σωματοκεντρικές μεθόδους Ψυχοθεραπείας και η πρακτική της κλασσικής Ψυχανάλυσης θα μας κάλυπτε ακόμη μέχρι σήμερα. Οι κρίσεις πανικού όμως, και τα έντονα σωματικά συμπτώματα που φέρει το ψυχικό τραύμα, όπως αϋπνίες, κρίσεις άγχους, ανησυχία, δυσκολία συγκέντρωσης, flashbacks κ.α., είναι υπαρκτές αποδείξεις ότι η επεξεργασία του και επούλωση είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο και σωματικό από ότι μέχρι τώρα πιστεύαμε.
Συνήθεις εκφράσεις όπως «όλα στο μυαλό σου είναι», «κι εμείς που φάγαμε ξύλο δεν πάθαμε τίποτα», «μην το σκέφτεσαι και θα περάσει» και άλλα τέτοια χαριτωμένα, οι οποίες είναι βαθιά χαραγμένες στην κοινωνική μας συμμόρφωση και επικοινωνία, βασίζονται και συγχρόνως ενδυναμώνουν την πεποίθηση ότι ο συνειδητός νους είναι ικανός να έχει τον αποκλειστικό έλεγχο όλων των λειτουργιών και συναισθημάτων μας, παραβλέποντας έτσι την χρόνια επίδραση του ψυχικού τραύματος στην βιοχημεία και τη φυσιολογία του εγκεφάλου, η οποία σήμερα είναι πια ορατή με την βοήθεια της απεικονιστικής τεχνολογίας.
Όπως αναφέρει στον πρόλογό του ο Dahlitz (2017, σελ. viii) «οι γνωστικές τεχνικές είναι πιθανό να αποδειχθούν αναποτελεσματικές έως ότου αντιμετωπιστούν οι υποκείμενοι μηχανισμοί. Ο νευροβιολογικώς ενημερωμένος θεραπευτής θα ήξερε ότι μια προσέγγιση “από κάτω προς τα πάνω” (bottom-up), η οποία περιλαμβάνει τεχνικές που μπορεί να είναι περισσότερο φυσιολογικές (physiological) παρά ψυχολογικές, είναι επιτακτική για να ρυθμίσει προς τα κάτω μια απόκριση του στρες που διαφεύγει, πριν οι γνωσιακές προσεγγίσεις μπορούν να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα».
Η ΓΝΩΣΗ ΟΤΙ Η ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΔΙΕΡΧΕΤΑΙ ΜΕΣΩ ΔΥΟ, ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ ΔΡΟΜΩΝ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΓΚΕΦΑΛΟ ΣΤΑ ΣΠΛΑΧΝΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΣΠΛΑΧΝΑ ΣΤΟΝ ΕΓΚΕΦΑΛΟ, ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ ΨΥΧΙΚΟ ΤΡΑΥΜΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ.
Η πρώτη «από πάνω προς τα κάτω ξεκινάει από μια σκέψη, οδηγείται σε συναίσθημα και κατόπιν σε αίσθηση και η δεύτερη «από κάτω προς τα πάνω» ξεκινάει από αίσθηση, οδηγείται στο συναίσθημα και κατόπιν σε γνωστική επεξεργασία (Nικολίτσα, 2018, σελ. 68). Οι Taylor et al. (2010) υποστηρίζουν ότι «είναι όλο και πιο εμφανές ότι οι αμφίδρομες αλληλεπιδράσεις μεταξύ του εγκεφάλου και των περιφερικών ιστών, συμπεριλαμβανομένου του καρδιαγγειακού και του ανοσοποιητικού συστήματος, συμβάλλουν τόσο στην ψυχική όσο και στη σωματική υγεία» (σελ. 1). O Bessel van der Kolk (2015) υποστηρίζει ότι το να γνωρίζουμε τη διαφορά ανάμεσα στις δύο οδούς ρύθμισης που διαθέτει ο εγκέφαλος είναι πολύ σημαντικό στην κατανόηση και θεραπεία του τραυματικού άγχους (σελ. 63). Την διαδρομή «από πάνω προς τα κάτω» την περιγράφει ως την ενδυνάμωση της ικανότητάς μας για ήρεμη και συνειδητή αυτοπαρατήρηση πάνω από τα συναισθήματα και τις αυτόματες αντιδράσεις μας. Αυτό ονομάζει ο ίδιος ενσυνειδητότητα (mindfulness) (σελ. 62). Η αντίστροφη ρύθμιση του νευρικού συστήματος, «από κάτω προς τα πάνω» γίνεται μέσα από την εξισορρόπηση μέσα από την αναπνοή, την κίνηση και το άγγιγμα (σελ. 64).
Βρίσκω ενδιαφέρουσα την ιστορική πορεία προς μια ολοκληρωμένη θεραπεία του τραύματος στην σύγχρονη εποχή, καθώς οι περισσότερες μέθοδοι Τραυματοθεραπείας είναι ακόμη πολύ νέες. Μερικές έχουν ένα πολύ συγκεκριμένο πρωτόκολλο, άλλες θέτουν κυρίως κάποιες θεμελιώδεις αρχές με τις οποίες μπορούμε να εργαστούμε και μερικές ακόμη είναι εν τη γενέσει. Μελετώντας την ιστορία των πραγμάτων κατανοούμε καλύτερα πώς φτάσαμε ως εδώ και εν μέρει αμβλύνεται η τυχόν απογοήτευση για την ανεπάρκεια του επαγγέλματος της Ψυχο-θεραπείας αλλά και την αέναη διαιώνιση της ανθρώπινης οδύνης. Η ενσωμάτωση της νευροεπιστήμης με την ψυχολογία, την ψυχοθεραπεία και την ιατρική συμβαίνει ήδη και είναι αναπόφευκτη. Είναι απλά θέμα χρόνου. «Σήμερα, η μεγαλύτερη κατανόηση τόσο της υποκειμενικής εμπειρίας του νου όσο και των αντικειμενικών δραστηριοτήτων του εγκεφάλου, οι δύο κλάδοι της ψυχανάλυσης και της νευροεπιστήμης μπορούν όχι μόνο να αλληλοενημερώνονται αλλά να ενσωματώνονται ώστε να παρέχουν μια πιο ώριμη και ολιστική κατανόηση της ψυχικής ευημερίας. Η Διεθνής Εταιρεία Νευροψυχοανάλυσης και το επιστημονικό περιοδικό Νευροψυχοθεραπευτής είναι μόνο δύο παραδείγματα αυτής της προσπάθειας να ενσωματωθούν τα καλύτερα των υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων στην ψυχική υγεία» (Dahlitz, 2017, σελ. viii). Εύχομαι η νέα γνώση πάνω στην θεραπεία του ψυχικού τραύματος να εξαπλωθεί και ακαδημαϊκά σε όλα τα ανθρωπιστικά επαγγέλματα, σε όλο και περισσότερες γλώσσες και πολιτισμούς, καθώς η ανθρωπότητα υποφέρει από ψυχικό τραύμα που, άλυτο και ανεπεξέργαστο περνάει στις επόμενες γενιές.
Οι τελευταίες ανακαλύψεις της νευροεπιστήμης για τους καθρεπτικούς νευρώνες (Gallese et al., 1996), η στροφή ακόμη και της Ψυχανάλυσης σε μια νευροβιολογικά συντονισμένη πρακτική (Schore, 1994 και 2003b), και η εννοιολογικοποίηση (conceptualization) του κινδύνου για δευτερογενή, έμμεσο τραυματισμό του θεραπευτή («vicarious traumatization”, Pearlman & Saakvitne, 1995) υποδεικνύουν την επιτακτική πια ανάγκη για μια ενσώματη εκπαίδευση όλων των ψυχοθεραπευτών, ψυχολόγων και ψυχιάτρων [9]. Με τη νέα γνώση αναδύονται πολύ σημαντικά ερωτήματα που κλονίζουν το υπάρχον μοντέλο Ψυχοθεραπείας και οδηγούν σε ένα νέο επιστημονικό παράδειγμα (paradigm) [10]. Οι Ψυχοθεραπευτές χρειάζεται να είμαστε πια νευροβιολογικώς ενημερωμένοι και να δρούμε σύμφωνα με τη νευροβιολογία του ατόμου, την επίγνωση των αποκρίσεων του δικού μας σώματος και την ενσώματη εμπειρία της θεραπευτικής σχέσης και όχι σύμφωνα με πρωτόκολλα και παρωχημένους κανόνες ή υπέρ-χρηση του αναλυτικού νου.
Μέχρι τώρα μιλούσαμε για την ψυχοθεραπεία με φιλοσοφικούς όρους, προσπαθώντας να εξηγήσουμε την ασυνείδητη σχέση ανάμεσα σε θεραπευτή-θεραπευόμενο (μεταβίβαση και αντιμεταβίβαση) ως ένα αδιευκρίνιστο, μη συνειδητό, άρρητο φαινόμενο (Schore, 2008, σελ. 21), ενώ σήμερα μπορούμε να το κατανοήσουμε πλήρως ως ένα νευροβιολογικό γεγονός ανάμεσα σε δύο αλληλοεπιδρώντες δεξιούς εγκεφάλους. O ψυχαναλυτής Alan Schore γράφει, «η πληροφορία για τη σχέση μεταδίδεται με ψυχοβιολογικές ανταλλαγές που είναι αποτυπωμένες στον συν-δημιουργούμενο δεσμό πρόσδεσης … μέσα από αυτόν τον δεσμό μπορεί ένας ψυχοβιολογικά συντονισμένος θεραπευτής να ρυθμίσει τη διέγερση του θεραπευόμενου», σε ένα άρρητο επίπεδο (σελ. 79). Η Candace Pert (1997), η «μητέρα» της ψυχο-νευροενδοκρινο-ανοσολογίας (γνωστή στα Αγγλικά ως PNEI), υποστηρίζει ότι ενώ αποθηκεύουμε κάποια μνήμη στον εγκέφαλο, τα παλαιότερα και βαθύτερα μηνύματα αποθηκεύονται στο σώμα και για αυτό η πρόσβαση σε αυτά πρέπει να γίνεται από το σώμα.
Τα πιο συχνά συμπτώματα «σωματικής αντιμεταβίβασης» (Lewis Bernstein, 1984, σελ. 322) και αποσύνδεσης (μη συνήχησης) του/της θεραπευτή/τριας κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας είναι η σύγχυση, μούδιασμα ή υπνηλία, σωματική δυσφορία, διαστρέβλωση της αντίληψης, διάσπαση προσοχής, αγωνία, άγχος, κατακλυσμιαία συναισθήματα όπως θυμός, φόβος, ντροπή και ενοχή, αίσθημα ανεπάρκειας (Phillips, 2004). Ο Schore μιλάει για ένα νέο επιστημονικό παράδειγμα (paradigm) στην ψυχολογία των σχέσεων, από την έννοια του «ενδοψυχικά ασυνείδητου νου» στην έννοια ενός «σωματικά-βασισμένου σχεσιακού ασυνειδήτου» (2008, σελ. 23) για «ρητό και άρρητο πεδίο» και τη μετάβαση από μια «συνειδητή λεκτική σε μία ασυνείδητη μη-λεκτική θυμική επικοινωνία» (σελ. 24). Υπάρχει μια νέα τάση στις ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις που αγκαλιάζει την ιδέα της μη-λεκτικής, άρρητης και σιωπηλής «λύσης» των μεταβιβαστικών προβολών του θεραπευόμενου μέσα από την ενσώματη σχέση με το θεραπευτή και όχι μόνο μέσα από λεκτικές ερμηνείες και αναλύσεις, όπως γινόταν μέχρι πρόσφατα (Νικολίτσα, 2018, σελ.58).
Η προσέγγιση, η αποτελεσματικότητα και η προσωπική ικανότητα του κάθε επαγγελματία ψυχικής υγείας, έχει να κάνει με την κουλτούρα, τη σχολή, τον δάσκαλο με τον οποίο είχε την τύχη να εκπαιδευτεί ο καθένας αλλά και την προσωπικότητά του και την βαθιά επιθυμία για εξέλιξη, προσωπική θεραπεία και συνεχή ενημέρωση για τις νέες ανακαλύψεις. Στον τομέα της εκπαίδευσης πάνω στην ψυχική υγεία ισχύει κατά πολύ το ρητό «Με όποιον δάσκαλο καθίσεις…τέτοια γράμματα θα μάθεις». Ο ίδιος ο Bessel van der Kolk μνημονεύει τα λόγια του επόπτη-καθηγητή του κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής του στην Ψυχιατρική ειδικότητα τα οποία, καθόλου τυχαία, χάραξαν στην οπτική και πρακτική του ένα ανθρωπιστικό ίχνος που καθόρισε ολόκληρη την μετέπειτα ζωή του ως ιατρό και την τάση του να ασχοληθεί πιο ουσιαστικά με το ψυχικό τραύμα.
Πιστεύω ότι η ικανότητά μας για αυτοκριτική και πρόκληση των κατεστημένων θεωριών στο σήμερα όσον αφορά στην αποτελεσματικότητά τους, είναι κλειδί για την εξέλιξη του κλάδου της ψυχικής υγείας. Ο Ian Parker ασκεί σκληρή κριτική στο κατεστημένο της επιστήμης της Ψυχολογίας μέχρι σήμερα και καλεί για τον μετασχηματισμό της σε κάτι άλλο, το οποίο να εξυπηρετεί πραγματικά τον άνθρωπο, που να αντιδρά στην κοινωνική αδικία και να προωθεί τη χειραφέτηση του ατόμου και όχι την εξάρτησή του από αυτή ως μια ισχυρή ιδεολογική αδιαμφισβήτητη εξουσία (2018). Εάν θέλουμε να εξελιχθούμε ως κλάδος χρειάζεται να αναλάβουμε την ευθύνη μιας επιτακτικής στροφής στην αντίληψή μας ότι το σώμα είναι ο φορέας του ψυχικού τραύματος αλλά συγχρόνως και το κλειδί για την επούλωσή του, αρχικά για εμάς τους ίδιους και μετά για τους ανθρώπους που μας εμπιστεύονται να τους καθοδηγήσουμε στη θεραπεία τους.
Σημειώσεις κειμένου
[1] Φωτογραφίες και πληροφορίες από το βιβλίο του Dr. Stanley B. Burns, «Ασθενείς & Υπόσχεση: Μια φωτογραφική ιστορία των Ψυχικών διαταραχών και των διαταραχών της διάθεσης» εδώ
[2] Ηλεκτροσπασμοθεραπεία (ECT)
[3] όπως το Prozac το 1988 (Βellis, 2017)
[4] Η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, 4th edition, DSM-IV-TR; American Psychiatric Association [APA], 2000) όρισε ότι «ένα τραυματικό γεγονός έχει συμβεί όταν το άτομο έχει βιώσει, γίνει μάρτυρας ή έχει απειληθεί με θάνατο ή σοβαρό τραυματισμό ή έχει απειληθεί η σωματική ακεραιότητα του ίδιου ή κάποιου άλλου (και) η αντίδραση του ατόμου περιλάμβανε έντονο φόβο, αίσθημα αβοήθητου ή τρόμο». Τραύμα δημιουργείται όταν οι ψυχικές δυνάμεις του ατόμου δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση ενός στρεσογόνου γεγονότος.
[5] Ψάχνοντας το διαδίκτυο, γράφοντας αυτό το άρθρο, βρήκα το κείμενο του Σάββα Σαλπιστή εδώ όπου αναφέρει αρκετά για την χρόνια αποσιώπηση και απομάκρυνση του Freudαλλά και του ψυχιατρικού κόσμου από την μελέτη του τραύματος και αρκετά ακόμη περί του πώς έφτασε η Ψυχιατρική στη διάγνωση της Μετατραυματικής Αγχώδους Διαταραχής.
[6] τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (Positron Emission Tomography)
[7] Το ΝευροΘυμικό Σχεσιακό Μοντέλο ™ (ΝARM)
[8] Στις Η.Π.Α. χρησιμοποιείται κυρίως η μέθοδος Τραυματοθεραπείας EMDR (Eye Movement Desensitisation & Reprocessing), https://emdria.site-ym.com/page/treatmentcenters, Somatic Experiencing https://traumahealing.org και στην Ελλάδα το Ινστιτούτο Τραυματοθεραπείας εκπαιδεύει στις μεθόδους EMDR και CRM (Comprehensive Resource Method) http://travmatotherapeia.com/v1/
[9] Περισσότερα για το ψυχικό κόστος και το πώς φτάνουμε σε burnout εδώ
[10] Η αποδοχή ενός κοινού Παραδείγματος αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό της επιστημονικής κοινότητας. O όρος 1) σημαίνει το σύνολο των πεποιθήσεων, των μεθόδων και των τεχνικών, που ασπάζεται μια επιστημονική κοινότητα (η «σφαιρική» έννοια του όρου, σημαίνει μια κοσμοθεωρία, μια οντολογική παραδοχή, μια κοινή «γλώσσα», που σηματοδοτεί την είσοδο σε έναν νέο κόσμο, και 2) αντιστοιχεί στις παραδειγματικές λύσεις συγκεκριμένων προβλημάτων, τα οποία και χρησιμοποιεί ως πρότυπα από μια δεδομένη ομάδα επιστημόνων. Kuhn T.S., (1962). Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, Θεσσαλονίκη: Σύγχρονα θέματα, 1981.
Βιβλιογραφία
Bellis, Mary. 2017. The History of the Antidepressant Prozac – The Making of a Miracle Cure? (διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο) εδώ
Dahlitz, M. & Hall, G. (ed.). 2017. The Psychotherapist’s Essential Guide to the Brain. Dahlitz Media
Gallese V., Fadiga L., Fogassi L. and Rizzolatti G., 1996. “Action recognition in the premotor cortex”, Brain: 119; 593–609. (διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο εδώ
Heller, Laurence & Lapierre, Aline. 2017. Θεραπεύοντας το αναπτυξιακό τραύμα: Πως το Πρώιμο Παιδικό Ψυχικό Τραύμα Επηρεάζει την Αυτορρύθμιση του Οργανισμού, την Αυτο-Εικόνα και την Ικανότητα για Δημιουργία Υγιών Σχέσεων.ΕκδόσειςΑσημάκης.
Jackson, G. E. 2005. Rethinking Psychiatric Drugs: A Guide for Informed Consent. AuthorHouse.
Lewis Bernstein, P., 1984. “The Somatic Countertransference: The Inner Pas deDeux”. In Lewis Bernstein, P. (Ed.), Theoretical Approaches in Dance Movement Therapy, Vol. II, Kendall/HuntPublications
Νικολίτσα, Αναστασία. 2018. Χοροθεραπεία: ιστορία, θεωρία, μεθοδολογία, εργαλεία. Εκδόσεις Αγγελάκη
Parker, Ian 2018. Επανάσταση στην Ψυχολογία: από την αλλοτρίωση στη χειραφέτηση. ΕκδόσειςOposito.
Pearlman, Laurie A., & Saakvitne, Karen W. 1995. Trauma and the Therapist: Countertransference and Vicarious Traumatization in Psychotherapy with Incest Survivors. New York: W.W. Norton
Pert, C. B., 1997. Molecules of Emotions: The Science Behind Mind-Body Medicine. Touchstone: New York.
Phillips, Suzanne B. 2004. Group Interventions for Treatment of Psychological Trauma Module 7: Countertransference: Effects on the Group Therapist Working with Trauma. ©2004 American Group Psychotherapy Association. (Διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο εδώ).
Reich, Wilhelm 1950. Τα παιδιά του μέλλοντος. Εκδόσεις Αποσπερίτης
Schore, Alan N. 1994. Affect Regulation and the Origin of the Self: The Neurobiology of Emotional Development. Hillsdale, NJ: Lawrence Erlbaum Associates Inc.
Schore, Alan N. 2003b. Affect regulation and the repair of the self. New York: Norton
Schore, Alan N. 2008. Paradigm shift: the right brain and the relational unconscious. Psychologist-Psychoanalyst 2008. Spring Meeting Summaries.
Taylor, AG. Goehler, LE. Galper, DI. Innes, KE. Bourguignon, C. 2010. Top-Down and Bottom-Up Mechanisms in Mind-Body Medicine: Development of an Integrative Framework for Psychophysiological Research. In Explore (NY) January, Vol. 6, Issue 1, pp. 29-41. doi:10.1016/j.explore.2009.10.004.
van der Kolk, Bessel, 2015. The body keeps the score. Penguin Books.