Ακρόαση, Ακοή και Ομιλία: Σύντομες Σκέψεις για τη σχέση στον Διάλογο
Με την πάροδο των χρόνων διατήρησα ένα ενδιαφέρον για τις φωνές (μήπως τα λόγια, ή τα λεγόμενα) των πελατών και τη σημασία της εμπειρίας που φέρνουν στη θεραπεία (Anderson & Goolishian, 1992). Το ενδιαφέρον αυτό προήλθε από την κλινική εμπειρία μου και σε ότι αναφέρομαι ως μια συλλογή υποθέσεων που σχετίζονται με τη θεωρία της θεωρίας της κοινωνικής κατασκευής και της μεταμοντέρνας φιλοσοφίας. Κλινικά, ήμουν περίεργη για την εμπειρία των πελατών και τις περιγραφές των επιτυχημένων και αποτυχημένων θεραπειών: τη διαδικασία της θεραπείας και τη σχέση με τον θεραπευτή (Anderson, ). Πήρα συνέντευξη από πελάτες που γνώρισα στο Ινστιτούτο Houston Galveston και στις συνεδρίες μου με πελάτες άλλων θεραπευτών, σε όλο τον κόσμο. Σε αυτή τη μελέτη οι πελάτες μιλούσαν συχνά για συγκεκριμένα είδη αυτού που λέγεται συμπεριφορά του/της θεραπευτή/τριας, πράξεις και αντιδράσεις του/της οι οποίες φαίνεται να σχετίζονται με την επιτυχία της θεραπείας και αντιστρόφως. Καθώς άκουγα τα λόγια τους και προσπαθούσα όσο καλύτερα μπορούσα να κατανοήσω το νόημα τους, τη σημασία της ακρόασης, της ακοής και της ομιλίας, καθώς και τη σχέση αυτών των σχέσεων και των συζητήσεων η φύση των οποίων μεταμορφωνόταν, είναι αυτά που τράβηξαν την προσοχή μου. Αυτή η γνώση εν μέρει διαφώτισε αυτό που ονομάζω συνεργατικό-διάλογο.
Διάλογος
Η έννοια του διαλόγου υπήρξε στους πολιτισμούς για αιώνες. Διάλογος ή δια (μέσω) λόγος (λέξη), στην αρχαία ελληνική κοινωνία, για παράδειγμα, αναφέρεται στη συνομιλία και την παραγωγή του νοήματος και της κατανόησης μέσα από αυτό. Πιο σημαντικό από το προϊόν που παράγεται μέσω του διαλόγου, ήταν να υπάρχει ένας χώρος για, καθώς και συμμετοχή στη, διαδικασία του διαλόγου. Ιστορικά, ο χώρος και η διαδικασία για το διάλογο υφίστανται σε πολλούς πολιτισμούς, για παράδειγμα, οι κύκλοι συνομιλίας, σε ορισμένους πολιτισμούς ιθαγενών και στην Ιαπωνική έννοια του ‘Ba’ το οποίο αναφέρεται σε ένα χώρο ή μια κατάσταση για διάλογο.
Ένα καλοκαίρι επισκέφθηκα την Καγκελαρία του αρχαίου Δικαστηρίου στο Lucignano, στην Ιταλία, που χρονολογείται από το 12ο αιώνα. Μπήκα μέσα στην Καγκελαρία, ένα μικρό δωμάτιο με θολωτή οροφή και μια τοξωτή είσοδο. Προς τιμήν του μεγαλείου του σώματος των δικαστών, οι τοίχοι και οι οροφές ήταν καλυμμένοι με τοιχογραφίες του 15ου αιώνα, που απεικόνιζαν ρωμαϊκούς και βιβλικούς ήρωες. Το βλέμμα μου έπεσε στην αψίδα και την οροφή πάνω από αυτήν. Παρατήρησα ότι σε κάθε μία από τις αψίδες ήταν ένας άγγελος με μια τρομπέτα. Λατινικές λέξεις έβγαιναν από τις τρομπέτες. Έμαθα από τον τουριστικό οδηγό ότι οι επιγραφές, είχαν ως στόχο να υπενθυμίζουν στους δικαστές το ρόλο τους. Από τη μια πλευρά, “Μίλα λίγο, άκουγε πολύ και κράτα τους στόχους σου στο μυαλό σου» και από την άλλη, “Άκουσε την άλλη πλευρά.” Οι πελάτες που αναφέρθηκαν παραπάνω, μας υπενθυμίζουν ότι οι δια μέσου των αιώνων αναφορές στο διάλογο φαίνεται να παραμένουν εφήμερες.
Πολλά γράφονται σήμερα για τον διάλογο με αποδέκτη το ευρύ αναγνωστικό κοινό, ιδιαίτερα στην βιβλιογραφία που αφορά την διοίκηση επιχειρήσεων. Συχνά, ο διάλογος περιγράφεται και αντιμετωπίζεται ως κάτι που μπορούμε να μάθουμε, μαζί με «συνταγές» ή βήματα που μπορούν να ακολουθηθούν για να τον επιτύχουμε. Μειώνοντας τον διάλογο σε μια τεχνικά καθοδηγούμενη δραστηριότητα ελαχιστοποιούμε την πολυπλοκότητα και τη φυσικότητά του.
Κατά τη γνώμη μου, ο διάλογος είναι μια μορφή συνομιλίας: μιλάμε ή συνομιλούμε με τον εαυτό μας ή κάποιον άλλον προς μια αναζήτηση νοήματος και κατανόησης – φωναχτά, σιωπηρά, και με ή χωρίς λόγια. Μέσα και διαμέσου αυτής της διαλογικής αναζήτησης, νοήματα και κατανοήσεις, ερμηνεύονται, επανερμηνεύονται, διευκρινίζονται και αναθεωρούνται συνεχώς. Έτσι καινοτομούμε στην έννοια και την κατανόηση, και ως εκ τούτου, δημιουργούνται δυνατότητες για σκέψη, αίσθηση, συναίσθημα, δράση, κ.λ.π. Με άλλα λόγια, ο μετασχηματισμός είναι εγγενής στον διάλογο. Ο αληθινός διάλογος δεν μπορεί παρά είναι παραγωγικός.
Η σκέψη μου επηρεάζεται από αυτήν του Ρώσου κριτικού λογοτεχνίας και φιλόσοφου Mikhail Bakhtin ο οποίος θεωρεί τους ανθρώπους ως διαλογικά όντα – η θεωρία αυτή αναφέρεται ως διαλογικότητα από ορισμένους μελετητές των έργων του (Holquist, 2002). Βασικές παραδοχές της θέσης του Bakhtin είναι: είμαστε πάντα σε διάλογο με το περιβάλλον μας και τους εαυτούς μας· η σημασία της πολυφωνίας για την ανάπτυξη της γνώσης· κάθε οπτική επηρεάζεται από μια μοναδική θέση; όλα είναι σχεσιακά (π.χ., η οπτική γωνία, η πραγματικότητα, η έννοια, κτλ.). Για μια εξαιρετική επισκόπηση της συνεισφοράς του Bakhtin στους διάφορους κλάδους των κοινωνικών επιστημών βλ. Holquist, 2002.
Ο διάλογος απαιτεί έναν μεταφορικό, αν και μερικές φορές κυριολεκτικό, χώρο για τους ανθρώπους προκειμένου να επικοινωνήσουν και να μιλήσουν μεταξύ τους. Περιλαμβάνει μια διαδικασία στην οποία οι συμμετέχοντες εμπλέκονται μεταξύ τους σε μια κοινή ή αμοιβαία έρευνα: στην οποία από κοινού εξετάζουν, σκέπτονται, αμφισβητούν και συλλογίζονται. Εντός και διά μέσω του διαλόγου τα νοήματα και οι ερμηνείες συνεχώς ερμηνεύονται, επανερμηνεύονται, διευκρινίζονται, αναθεωρούνται και επεκτείνονται. Αυτά τα χαρακτηριστικά καθιστούν το διάλογο ως μια δυναμική παραγωγική κοινή δραστηριότητα.
Ο διάλογος είναι μια σχεσιακή και συνεργατική δραστηριότητα, που επηρεάζεται από τα πολλαπλά ευρύτερα πλαίσια και τις συνομιλίες μέσα στις οποίες πραγματοποιείται καθώς και τη σχέση μεταξύ των διαλογικών συμμετεχόντων στο διάλογο (Anderson, 1997). Ο Wittgenstein είπε ότι η σχέση και η συνομιλία πηγαίνουν χέρι-χέρι: τα είδη και η ποιότητα των συζητήσεων που έχουμε μεταξύ μας, πληροφορούν και διαμορφώνουν τα είδη των σχέσεων που έχουμε μεταξύ μας. Ο διάλογος προξενεί στους συμμετέχοντες σε αυτόν μια αίσθηση αμοιβαιότητας – γνήσιου σεβασμού και ειλικρινούς ενδιαφέροντος για τον άλλο. Ταυτόχρονα, ο διάλογος προκαλεί μια αίσθηση ιδιοκτησίας και του ανήκειν.
Με αυτή την έννοια, ο διάλογος περιλαμβάνει τη μη-γνώση και την αβεβαιότητα. Το ειλικρινές ενδιαφέρον προς τον άλλο προϋποθέτει να μη γνωρίζεις τον άλλο και την κατάστασή του από πριν, ακόμα κι αν η γνώση έχει τη μορφή της προηγούμενης εμπειρίας, θεωρητικής γνώσης, ή εξοικείωσης. Η γνώση μπορεί να αποκόψει την περιέργεια και τη διαδικασία μάθησης περί της μοναδικότητας του άλλου. Επειδή οι οπτικές γωνίες αλλάζουν και ο διάλογος μεταμορφώνει, είναι αδύνατον να προβλέψουμε πώς μια ιστορία, για παράδειγμα, θα ειπωθεί, τις ανατροπές που μπορεί να έχει, ή το πού θα καταλήξει. Η μη-γνώση αναφέρεται, στον τρόπο με τον οποίο κάποιος σκέφτεται για την κατασκευή της γνώσης (γνωστική κατασκευή), συμπεριλαμβανόμενης μιας κριτικής και «δοκιμαστικής» στάσης για το τι νομίζει ότι γνωρίζει (δηλαδή τη θεωρία, τα γεγονότα, τις αλήθειες, τις πεποιθήσεις και τις παραδοχές), και τη στάση, τον τόνο, τον τρόπο και τη χρονική στιγμή στην οποίο προσφέρεται (προκύπτει). Από την εμπειρία μου, η τεκμαιρόμενη γνώση προσφέρεται καλύτερα διστακτικά ως τροφή για σκέψη και διάλογο, παρά με στόχο όπως μια διδακτική αλληλεπίδραση (διάδραση). Η διατήρηση μιας στάσης μη-γνωρίζοντος, και αποδοχής της αβεβαιότητας, είναι ζωτικής σημασίας για την ελευθερία της έκφρασης, που είναι εκ των ων ουκ άνευ προκειμένου ο διάλογος να έχει την ευκαιρία να βαδίσει στα απρόβλεπτα, φυσικά ή τυχαία, μονοπάτια του.
Ακρόαση, Ακοή και Ομιλία
Ο διάλογος περιλαμβάνει την αντανακλαστική, περιπεπλεγμένη διαδικασία της ακρόασης, ακοής και ομιλίας. Η ακρόαση είναι μέρος της διαδικασίας να κατανοήσουμε τι λέει ο συνομιλητής μας. Προσπαθούμε να καταλάβουμε απαντώντας σε ό, τι νομίζουμε ότι ο συνομιλητής μας έχει πει. Το να «απαντάμε για να κατανοήσουμε» προϋποθέτει να είμαστε ειλικρινά περίεργοι, να θέτουμε ερωτήσεις για να μάθουμε περισσότερα σχετικά με το τι λέγεται (όχι αυτό που νομίζουμε ότι θα έπρεπε να έχει ειπωθεί) και να επαληθεύουμε ότι αυτό που νομίζουμε ότι ακούσαμε είναι ό,τι ο συνομιλητής μας ήλπιζε να ακούσουμε. Με άλλα λόγια, μιλάμε για να προσκαλέσουμε τον συνομιλητή να μιλήσει, έτσι ώστε να μπορούμε να ακούσουμε. Αποκρινόμαστε στην απόκριση του άλλου για να καταλάβουμε τι νομίζουμε ότι έχουμε ακούσει. Σε κάθε θέση είμαστε ένας μαθητής γεμάτος σεβασμό. Αυτή είναι η μέθοδος του θεραπευτή.
Ο διάλογος υπό την έννοια της μετασχηματιστικής του λειτουργίας διατρέχει ένα συνεχές: άλλες φορές εντασσόμαστε λιγότερο σε μια διαλογική διαδικασία κι άλλες φορές περισσότερο. Αυτό που μετράει είναι η ακεραιότητα της σχέσης και της συνομιλίας. Μέσα και μέσω του διαλόγου «είμαστε» και «γινόμαστε». Για μένα, οι λέξεις της Καγκελαρίας του Δικαστηρίου μαρτυρούν τη σημασία της ακρόασης, της ακοή και της ομιλίας.
Ακολουθούν συμβουλές για τον τρόπο ενός θεραπευτή που προετοιμάζει και βελτιστοποιεί τις συνθήκες που προσκαλούν τον άλλον να συμμετέχει μαζί μας, περισσότερο κι όχι λιγότερο, σε αυτό που αποκαλώ συνεργατικό διάλογο. Πάνω από όλα, το να προσκαλούμε και να διατηρούμε τον συνεργατικό-διάλογο απαιτεί μια αλλαγή στον προσανατολισμό που οδηγεί φυσικά τις δράσεις που τον προκαλούν. Με άλλα λόγια, ο διάλογος δεν απαιτεί επαναλαμβανόμενες δεξιότητες.
Επίσης,
• Ο διάλογος απαιτεί συνεργατικό σχεδιασμό σχετικά με την εστίαση, τη διεργασία και το επιθυμητό ή ποθητό αποτέλεσμά του. Αυτό είναι μέρος της διαδικασίας της συν-δημιουργίας νέων εννοιών και δράσεων. Με άλλα λόγια, η συνεργατική σχεδίαση απαιτεί πρόσκληση και σεβασμό στην εμπειρία του άλλου ατόμου.
• Μπορείτε να είστε προετοιμασμένοι για διάλογο, αλλά δεν μπορείτε να τον προσχεδιάσετε. Ο διάλογος είναι μια φυσική, αυθόρμητη δραστηριότητα που μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Ο διάλογος, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει κατά παραγγελία και η διαδικασία του δεν είναι διαδοχική ή επαναλαμβανόμενη. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να εφαρμοστεί, να ενορχηστρωθεί ή να τύχει διαχείρισης. Κάθε διάλογος είναι μοναδικός ως προς τους συμμετέχοντες, τις καταστάσεις, τις περιστάσεις και τους στόχους.
• Είναι ο διάλογος ριζωματικός; δεν υπάρχει μία μόνο είσοδος, και καμία είσοδος δεν είναι πιο σωστή από μια άλλη. Είναι σποραδικός; περιπλανιέται και εκπλήσσει και παίρνει απρόσμενες τροπές. Με άλλα λόγια, ο διάλογος δεν μπορεί να συμβεί χωρίς διακοπή και εμπλοκές, αλλά πρέπει να έχει συνολική βιωσιμότητα.
• Οι διαφορές απόψεων, αξιών και αληθειών είναι εγγενείς στον διάλογο, δεδομένου ότι αποτελούν μέρος της καθημερινής ζωής. Αυτά που μπορούν να θεωρηθούν εμπόδια στον διάλογο, όπως η ένταση, η αμφισημία, η ανομοιογένεια, η αβεβαιότητα και η παρεξήγηση, είναι απαραίτητα προκειμένου ο διάλογος να είναι δημιουργικός και παραγωγικός. Με άλλα λόγια ο διάλογος είναι πολυδιάστατος.
• Κάθε συνάντηση, σχέση και συνομιλία είναι μέρος των παρελθουσών, τωρινών και μελλοντικών συναντήσεων, σχέσεων και συνομιλιών. Κάθε διάλογος προϋποθέτει πολυφωνία παρόντων και μη. Ο διάλογος επίσης προκύπτει εντός πολλαπλών πλαισίων που τον επηρεάζουν, όπως ιστορικών, πολιτιστικών, οργανωτικών, σχεσιακών, κ.λ.π.
• Ο διάλογος απαιτεί εμπιστοσύνη και δεκτικότητα στον συνομιλητή και τη διαφορετικότητά του, καθώς και ανοχή στην αμφισβήτηση, την επίκριση και τη διαφωνία από την άλλη πλευρά. Είναι σημαντικό να είμαστε προσεκτικοί για να μην υποθέσουμε αμέσως ότι ξέρουμε τι εννοεί ο συνομιλητής και να μην συμπληρώσουμε τα κενά ή τις λεπτομέρειες της ιστορίας του συνομιλητή, ή ό,τι θεωρούμε ότι κρύβεται πίσω από την αφήγηση. Αυτό που είναι σημαντικό είναι να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε από τη διαδικασία του συνομιλητή ή τον «λογικό του χάρτη», και όχι τον δικό μας. Αυτό απαιτεί αποστασιοποίηση προκειμένου να βεβαιωθούμε ότι έχουμε κατανοήσει την οπτική γωνία του άλλου όσο καλύτερα μπορούμε, και να έχουμε πάντα κατά νου ότι η κατανόηση δεν σημαίνει συμφωνία.
• Οι παύσεις και οι σιωπές είναι σημαντικές για το διάλογο. Παρέχουν την ευκαιρία για να σκεφτείτε τι πιστεύετε ότι έχετε ακούσει, να συλλογιστείτε, καθώς και να προετοιμαστείτε για να μιλήσετε. Αυτό σημαίνει ότι η εσωτερική συζήτηση είναι εξίσου σημαντική με την εξωτερική ομιλία.
• Ορισμένες πράξεις δεν ενθαρρύνουν το διάλογο. Για παράδειγμα, διάλογος δεν είναι να προσπαθείτε να πείσετε τον άλλο να καταλάβει ή να συμφωνήσει μαζί σας. Αν προσπαθείτε να κάνετε τον άλλο να κατανοήσει ή να συμφωνήσει, δεν είστε σε διάλογο ούτε με τον εαυτό σας ούτε και με τον άλλο. Επίσης, (διάλογος δεν είναι) η επιδίωξη για συναίνεση ή σύνθεση.
Ομοίως, το να θέτετε ερωτήσεις στις οποίες νομίζετε ότι ξέρετε την απάντηση ή για να πάρετε την απάντηση που θέλετε, δεν ενθαρρύνει το διάλογο. Με άλλα λόγια, για να εμπλακείτε πραγματικά σε διάλογο, πρέπει να είστε σε θέση να αφήσετε τα πάθη, την εμπιστοσύνη και τις κατανοήσεις σας να αμφισβητηθούν από τους άλλους και από εσάς τους ίδιους.
Εν κατακλείδι, η πρόθεση και η ελπίδα αυτού που προσκαλεί σε διάλογο είναι: να προσκαλέσει και να εμπλέξει τον εαυτό του και τον άλλον σε διάλογο. Η ελπίδα είναι να δημιουργηθεί μια διεργασία «δυναμικής βιωσιμότητας». Επιστρέφοντας στα προηγούμενα λόγια μου, ο διάλογος απαιτεί τη δυνατότητα ακρόασης, ομιλίας και ακοής.
Βιβλιογραφία
Anderson, H. (1997). Conversation, Language and Possibilities: A Postmodern Approach to Therapy. Basic Books: New York, New York.
Anderson, H. & Gehart, D. (Eds.) (2007). Collaborative Therapy: Relationships and Conversations that make a Difference. Routledge: New York, New York.
Anderson, H. & Goolishian, H. (1992). The client if the expert: A not-knowing approach to therapy. In S. McNamee & K. Gergen (Eds.) Social Construction and the Therapeutic Process. (pp.25-39). Newbury Park, CA: Sage Publications.
Holquist, M. (2002). Dialogism. 2nd. Edition. Routledge: New York, New York.