Η συντροφική σχέση: γιατί συχνά τη φορτώνουμε με υπερβολικές προσδοκίες;

Στις μέρες μας, φαίνεται ότι η συντροφική σχέση εγγύτητας και διάρκειας αποκτά μια ιδιαίτερη και ίσως υπερβολική αξία, με αποτέλεσμα συχνά να δημιουργείται ένα είδος προτύπου “υπερ-σχέσης”, που αν κάποιος δεν καταφέρνει να το έχει νιώθει αποτυχία και ανεπάρκεια. Είναι όμως “πραγματικά” αυτή η μορφή σχέσης “καλύτερη” από άλλες; Μήπως αυτή η υπερεκτίμηση συνδέεται με άλλα ψυχολογικά φαινόμενα;
Πιστεύω ότι στις μέρες μας, παρά τα διαρκώς αυξανόμενα διαζύγια, αποκτά υπερβολικά μεγάλη σημασία η συντροφική σχέση εγγύτητας και διάρκειας – είτε τη λέμε γάμο, συμβίωση, “δεσμό” είτε “σοβαρή σχέση”. Επίσης, βλέπω αυτήν την υπερεκτίμηση να έχει εν μέρει τις ρίζες της σε δύο βασικούς λόγους.
Ο ένας από αυτούς, είναι διάφορα χαρακτηριστικά της ύπαρξής μας. Μεταξύ αυτών, βλέπω και τα παρακάτω: (α) οι τρόμοι της μοναξιάς μας, τους οποίους εμείς, ως μοναδικές οντότητες, μπορούμε μεν να περιγράψουμε λεκτικά, αλλά ποτέ δεν γίνεται, εκ φύσεως, να μοιραστούμε αυτούσιο το βίωμά τους. (β) Η ματαιότητα που γεννά η διάψευση υποσχέσεων περί συλλογικής ευημερίας και θριάμβου του “καλού” και της “θετικής σκέψης” στον πλανήτη μας. (γ) Ο πανικός του μηδενικού μας ελέγχου επάνω στη φυσική πραγματικότητα (ίσως τώρα που γράφω αυτές τις λέξεις να γεννιούνται τα πρώτα καρκινικά μου κύτταρα, να ετοιμάζεται το πρώτο μου έμφραγμα ή εγκεφαλικό ή να μαγειρεύεται ένας σεισμός που θα γκρεμίσει την πολυκατοικία μου). (δ) Η επίγνωση της ακατάπαυστης πορείας μας προς τα γηρατειά και τον θάνατο. Γι’ αυτό, όσο ο καιρός περνά και δεν φέρνουμε τη ζωή μας κοντύτερα σε ό,τι είμαστε και ό,τι χρειαζόμαστε, η ιδέα του αναπόφευκτου θανάτου μας στο μέλλον (άραγε κοντινό ή μακρινό;), ριζώνει ολοένα και βαθύτερα στους ασθενείς αρμούς του μυαλού μας γεμίζοντάς μας παγωνιά και παράλυση. (ε) Η ευθύνη των επιλογών μας στην πραγματική ζωή, παρά την αέρινη κίνησή μας στην άυλη διάσταση των διαδικτυακών προσομοιώσεων και παρότι κρατούμε σαν πιστόλι το κινητό μας, γίνεται ένα όλο και βαρύτερο ζήτημα‧ όσο μακρύ κι αν είναι το ραβδάκι του selfie που θα αγοράσουμε, δεν είναι ποτέ μαγικό, ώστε να αλλάζει την πραγματικότητα σύμφωνα με τα γούστα μας…
Τελικά, φαίνεται ότι καμία ψηφιακή προσομοίωση παραδείσου δεν επαρκεί για να διαγράψει αυτούς και άλλους τόσους εγγενείς υπαρξιακούς μας τρόμους. Απλά τους καλύπτει προσωρινά. Αλλά το άτομο νιώθει πάντα τον παλμό τους, και, ενώ πλέει μέσα στη διαδικτυακή ευδαιμονία του, κάθε τόσο παγώνει από την ανεπαίσθητη πνοή μιας διαρκούς και αόρατης απειλής‧ συχνά μάλιστα καταρρέει, καθώς ένα αρχαίο και αενάως ανανεούμενο κρυφό τραύμα παιδικού φόβου μπροστά στο επερχόμενο άγνωστο μέλλον, ματώνει ασταμάτητα και σιωπηλά. Τότε, ο Άλλος και η σκέπη του, φαντάζουν σαν ένα ζεστό, φιλόξενο σπιτάκι μέσα στο άγριο δάσος…
Ο δεύτερος λόγος υπερεκτίμησης της σχέσης εγγύτητας και διάρκειας θα μπορούσε να είναι η ωμή βία, που είναι γνώρισμα του είδους μας ισότιμο με την τάση μας για ευγενείς πνευματικές αναζητήσεις και εξακολουθεί να βασιλεύει στις μέρες μας. Βέβαια, καλύπτεται πλέον πολύ καλά πίσω από πάμπολλα προπετάσματα, όπως είναι η χαμογελαστή “εξυπηρέτηση πελατών” (γεμίσαμε επιγραφές του είδους “είμαστε εδώ για σας!”, “ο κόσμος μας είστε εσείς”). Άλλα προπετάσματα είναι τρομολαγνικά δελτία ειδήσεων, δόσεις δανείων, φόροι απαλοί σα βαμβάκι, που όμως σφάζουν σα λεπίδι, φιλίες και παιχνιδιάρικα “like” του face-book, που υπογραμμίζουν τη μοναξιά μας κοκ. Όμως, τίποτε από όλα αυτά δεν εξαλείφει την υπόκωφη αναπνοή της βίας κάτω από τους αρμούς των επιτευγμάτων μας.
Έτσι, οι υπαρξιακές μας δυσκολίες και η αγριάδα των καιρών μας, ήδη συνθέτουν ένα λαμπρό ντουέτο αιτίων, που συνηγορούν στην υπερεκτίμηση της σχέσης εγγύτητας και διάρκειας.
Ταυτόχρονα, στον τονισμό ιδιαίτερα των πνευματικών όψεων της σχέσης εγγύτητας και διάρκειας, ίσως παίζουν κάποιο ρόλο και οι επιρροές του εμπορευματοποιημένου τέως κινήματος New Age. Πιστεύω ότι στις μέρες μας, η επίδραση αυτή συμβάλλει πολύ στην υπογράμμιση μιας κάπως επιδερμικής αντίληψης περί πνευματικότητας και ολοκλήρωσης, καθιστώντας παράλληλα αυτά τα στοιχεία κυρίαρχους στόχους μιας σχέσης εγγύτητας και διάρκειας. Και θεωρώ ότι έτσι αποδυναμώνεται το “χώμα και το αίμα”, η γήινη “αρένα” των σχέσεών μας, με αποτέλεσμα να γινόμαστε κάπως “μαλθακοί” στις συναντήσεις μας με τον Άλλον.
Σε ένα τέτοιο συνολικό φόντο, η αναζήτηση του Άλλου και μία βαθιά και διαρκής σχέση μαζί του αποκτά τεράστια σημασία – αλλά μάλλον, αυτή η ίδια η βασανιστική της πλέον αναγκαιότητα την παραμορφώνει συθέμελα σε μία “σχέση – τέρας”, τόσο ως ζητούμενο όσο και ως διαδρομή.
Τι θέλουμε τελικά από τον Άλλον όταν ζητούμε μία “σοβαρή” σχέση μαζί του; Χαρά; Ηδονή; Ασφάλεια; Να γίνει ο δωρητής όσων χρειαζόμασταν και δεν πήραμε ούτε πρόκειται ποτέ να πάρουμε; Συχνά τα ζητούμε όλα αυτά μαζί και μάλιστα σε τόνους προσδοκιών πρωταθλητισμού. Να είναι ο τέλειος σύντροφος, ο συναρπαστικός φίλος, ο αξεπέραστος εραστής που μας συγκλονίζει διαρκώς με το ωραιότερο σεξ όλης μας της ζωής, ο σφοδρότερος και αιώνιος έρωτάς μας, πηγή συναρπαστικών ιδεών και έντασης, ο συνεννοήσιμος πατέρας ή μητέρα των παιδιών μας, η αστείρευτη πηγή ενός μοναδικού συνδυασμού ασφάλειας και ελευθερίας, ο αιώνιος συνεταίρος με τον οποίο φροντίζουμε το σπιτικό μας, πληρώνουμε τους λογαριασμούς, την εφορία, ψωνίζουμε στη λαϊκή ή στα σούπερ μάρκετ, μεγαλώνουμε τα παιδιά μας, αντέχουμε τους γονείς και τα πεθερικά μας κοκ. Και όταν κάτι από όλα αυτά δεν καλύπτεται ή όταν εμείς δεν είμαστε ευχαριστημένοι με όλα αυτά, κατηγορούμε τον Άλλον ή νιώθουμε εμείς ένοχοι, βέβαιοι ότι κάτι δεν πάει καλά στη σχέση μας.
Αναμφίβολα η εμπειρία της αγάπης είναι εξαιρετικά σύνθετη. Είναι πολυεπίπεδη και βαθιά, πολύ διαφορετική από τον έρωτα και τον πόθο. Και αναμφίβολα, η σχέση διάρκειας και εγγύτητας (με την αγάπη ως κεντρικό της γνώρισμα), είναι η συνθετότερη ίσως μορφή σύνδεσης δύο προσώπων. Επίσης, συνιστά έναν σπουδαίο και αναγκαίο σταθμό στην προσωπική μας διαδρομή, γιατί αναδεύει και κινητοποιεί την ύπαρξή μας σε όλα της τα βάθη και τις διαστάσεις‧ ωθεί το σύστημα του “είναι” μας στην αναζήτηση νέων καταστάσεων ισορροπίας, καθώς μαθαίνουμε να συνδυάζουμε την τρομακτική επίγνωση των ορίων της θνητότητάς μας με την εγγενή μας ικανότητα για υπέρβαση.
Όμως όλα τα παραπάνω:
(α) Δεν προσδίδουν αξιωματικά στη σχέση εγγύτητας και διάρκειας κάποια “αντικειμενικά” μεγάλη αξία, στον προσωπικό μικρόκοσμο οποιουδήποτε ανθρώπου.
(β) Δεν την καθιστούν αξιωματικά αναγκαίο στόχο, υποβιβάζοντας σε ανωριμότητα τα πάθη, τα αδιέξοδα και τις άλλες πτυχές του κάθε προσωπικού δράματος.
Ίσως είναι γεγονός πως ο έρωτας έχει στον πυρήνα του μόνο την ψευδαίσθηση της συνάντησης με τον Άλλον και πως το σεξ δεν μπορεί να γαληνέψει για πολύ τους βαθύτερους τρόμους μας. Όμως τόσο ο έρωτας όσο και το σεξ δεν παύουν να είναι αναγκαίες εμπειρίες και βαθύτατες ανάγκες μας. Και δεν υπάρχει κανένα αντικειμενικό σύστημα αξιών σύμφωνα με το οποίο αυτές οι ανάγκες πρέπει να υποβαθμίζονται επειδή η σχέση εγγύτητας και διάρκειας επιλέγεται να γίνει για κάποιον πεδίο ολοκλήρωσης. Στο κάτω-κάτω, αυτό που μας βοηθά να αναπτυχθούμε διατηρώντας μία τέτοιου είδους σχέση, δεν είναι το να τη δούμε ως αφορμή ολοκλήρωσης, ούτε η ψυχαναγκαστική παραμονή μας σε αυτήν, για να “εξελιχτούμε” αντέχοντάς την. Δεν χρειάζεται να “βγάζουμε πάντα από τη μύγα ξίγκι” για να νιώθουμε ότι ολοκληρωνόμαστε. Όπως σε κάθε εμπειρία, αν κάτι μας πάει μπροστά στη σχέση αυτή, είναι μόνο το αν και κατά πόσον καταφέρνουμε να διδαχτούμε κάτι από την πορεία της – και φυσικά, το πώς αξιοποιούμε αυτήν τη γνώση στα επόμενα βήματά μας στη ζωή.
Πιστεύω ότι είναι πολλοί οι τρόποι με τους οποίους, τόσο στη ζωή όσο και σε κάποια σχετικά κείμενα, η σχέση αυτή υπερεκτιμάται – ακριβώς γιατί αποκτά τη σημασία μιας “σανίδας σωτηρίας” ικανής να δώσει νόημα και χρώμα στη ζωή μας, εφόσον γίνει έσχατος προορισμός της. Ανάμεσα σε αυτούς τους τρόπους, είναι και οι ακόλουθοι:
(α) Υπογραμμίζονται κυρίως τα πνευματικά της στοιχεία και υποβαθμίζονται οι τεράστιες δυσκολίες και τα αντίτιμά της.
(β) Η σχέση αυτή θεωρείται αυθαίρετα ως μέσον προσωπικής ανάπτυξης και ολοκλήρωσης, άρα, να ένας βολικός φάρος στην έρημο των ημερών μας.
(γ) Ο έρωτας και ο σεξουαλικός πόθος θεωρούνται εκφράσεις “ανωριμότητας”, άρα δευτερεύουσας σημασίας για τον αναπτυσσόμενο σημερινό πνευματικό άνθρωπο – με άλλα λόγια, αυθαίρετα κατακρημνίζονται σε κατώτερα στάδια προσωπικής ανάπτυξης, συγκριτικά με την αγάπη.
(δ) Η σεξουαλικότητα και ο έρωτας αποσπώνται από την εικόνα ενός συγκεκριμένου άλλου προσώπου και ψευδαισθητικά μετουσιώνονται σε ένα πολύ αόριστο και “ακίνδυνο” άνοιγμα προς τον κόσμο ή μπαίνουν στο ψυγείο ως απαγορευμένοι καρποί, που τρώγονται κρυφά, στα σκοτεινά.
(ε) Θεωρούμε αυθαίρετα ότι, στην αγάπη, ο ρόλος του Άλλου είναι να μας δίνει όσα δε μας έδωσε η ζωή μέχρι τώρα, οπότε έχουμε δίκιο να του ζητούμε γην και ύδωρ‧ εν τέλει η δόλια αυτή σχέση, στιγματίζεται ως “αποτυχημένη”, τη στιγμή που ο Άλλος, φέροντας το ασήκωτο φορτίο να είναι σύντροφος και θεμέλιο σε όλα όσα χρειαζόμαστε, δεν καταφέρνει πλέον να μας τροφοδοτεί διαρκώς και αδιαλείπτως με σταθερές και χορταστικές για μας δόσεις έρωτα και σεξ.
Συμπερασματικά, πιστεύω ότι κάποιες φορές, τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και στην περί σχέσεων βιβλιογραφία του χώρου της ψυχολογίας και της ψυχοθεραπείας, υπάρχει μία κάποια μονομέρεια, όσον αφορά τη σημασία της σχέσης εγγύτητας και διάρκειας. Μία μονομέρεια που ίσως σχετίζεται με το πώς βιώνουμε σήμερα πολλές υπαρξιακές μας ανάγκες καθώς και με πεποιθήσεις και αξίες, που συνιστούν το φόντο αυτών των αναγκών.
Λες και όταν καταφέρνει κάποιος να αγαπά εξαφανίζεται η ανάγκη του να ερωτεύεται.
Λες και μειώνεται η τεράστια (για μένα) σημασία της τραγικότητας και της παραδοξότητας, που αποπνέει η κάθε στιγμή της εμπειρίας του έρωτα‧ του έρωτα, στον οποίο ο ερωτευμένος στρέφεται όχι προς τον αφηρημένο αχανή ορίζοντα μπροστά του αλλά σ’ εκείνα ή τα άλλα συγκεκριμένα μάτια δίπλα του, που τώρα τον κοιτούν και τον έλκουν στην άβυσσό τους – μιαν άβυσσο, που, με την αμείλικτη λογική των συγκοινωνούντων δοχείων, τρυπώνει στον κόσμο του και ενώνεται με τη δική του.
Λες και όταν αγαπούμε, πρέπει να γυμνώνεται η σεξουαλικότητά μας από τις αρχέγονες, παγανιστικές και χθόνιες ρίζες της, που φτάνουν αλλού από την πνευματικότητά μας (ακόμα και στην περίπτωση που υποθέσουμε ότι αυτό το “αλλού” είναι όντως “κατώτερο” από τα πνευματικά μας τοπία, δεν παύει να είναι ένα “αλλού” με τα δικά του μοναδικά βιωματικά χρώματα…).
Λες και η σεξουαλικότητά μας μπορεί να μεταλλαχθεί αυτομάτως σε απαλή κοσμική δόνηση ή σε συννεφένιο ροζ χάδι και να μην είναι ένα ενίοτε αφόρητο δάγκωμα κάτω, χαμηλά, στα σπλάχνα, που κόβει τα γόνατα και προκαλεί σιελόρροια, όπως όταν λαχταρούμε σπαραχτικά κάποιο έδεσμα.